Regelen στα ελληνικά
Μετάφραση: regelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, προσταγή, ξεχωρίζω, διηγούμαι, παραγγελία, λέω, παραγγέλλω, εντολή, εξουσιάζω, κανονίζω, αφηγούμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- reformeren στα ελληνικά - μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
- regel στα ελληνικά - επενδύω, βασιλεύω, ρυτίδα, νόρμα, υπαγορεύω, κανόνας, πρότυπο, ...
- regeling στα ελληνικά - τακτοποίηση, σύστημα, διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, κανονισμός, ρύθμιση, ...
- regelmatig στα ελληνικά - ομαλός, τακτικός, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Τυχαίες λέξεις
Regelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, προσταγή, ξεχωρίζω, διηγούμαι, παραγγελία, λέω, παραγγέλλω, εντολή, εξουσιάζω, κανονίζω, αφηγούμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Μεταφράσεις: έλεγχος, προσταγή, ξεχωρίζω, διηγούμαι, παραγγελία, λέω, παραγγέλλω, εντολή, εξουσιάζω, κανονίζω, αφηγούμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση