Relatie στα ελληνικά
Μετάφραση: relatie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικειότητα, γνωριμία, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rel στα ελληνικά - ταραχή, όργιο, πληθώρα, παραζάλη, Riot, ταραχών, ταραχές, ...
- relaas στα ελληνικά - ρεσιτάλ, ιστορία, μύθος, παραμύθι, λυχνία, ιστορίας, ενδεικτικό
- relatief στα ελληνικά - συγγενής, σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά
- relevantie στα ελληνικά - συνάφεια, ενδιαφέρον, ενδιαφέρον για, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρουσιάζει ενδιαφέρον για
Τυχαίες λέξεις
Relatie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικειότητα, γνωριμία, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά
Μεταφράσεις: οικειότητα, γνωριμία, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά