Rente στα ελληνικά
Μετάφραση: rente, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόκος, επιτόκιο, ποσοστό, ενδιαφέρον, εισόδημα, απολαβή, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rendez-vous στα ελληνικά - ραντεβού, Rendezvous, συνάντηση, το ραντεβού, το Rendezvous
- renoveren στα ελληνικά - ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
- rentmeesterschap στα ελληνικά - επιστασία, διαχείριση, διαχείρισης, επιστασίας, διαχείρισής
- reparatie στα ελληνικά - επισκευή, επανόρθωση, στερέωση, φτιάχνω, επισκευάζω, αποκατάσταση, επισκευής, ...
Τυχαίες λέξεις
Rente στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ποσοστό, ενδιαφέρον, εισόδημα, απολαβή, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Μεταφράσεις: τόκος, επιτόκιο, ποσοστό, ενδιαφέρον, εισόδημα, απολαβή, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος