Ποσοστό στα ολλανδικά

Μετάφραση: ποσοστό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rente, percent, percentage, procentpunt, procentuele, procenten, procentpunten
Ποσοστό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποσοστό

ποσοστό ανεργίας 2014, ποσοστό νερού στο σώμα, ποσοστό αναπηρίας, ποσοστό ανταπόδοσης τεε, ποσοστό εκλογής δημάρχου, ποσοστό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποσοστό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πορτοφόλι στα ολλανδικά - portefeuille, geldbuidel, beurs, portemonnee, wallet, portefeuillecode, de portefeuille
  • πορτρέτο στα ολλανδικά - beeld, evenbeeld, portret, beeltenis, Het portret, portret van, Portrait, ...
  • ποσό στα ολλανδικά - somma, summa, aantal, getal, totaal, totaalbedrag, tal, ...
  • ποσόν στα ολλανδικά - totaalbedrag, getal, tal, bedrag, som, totaal, hoeveelheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποσοστό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rente, percent, percentage, procentpunt, procentuele, procenten, procentpunten