Schuldvordering στα ελληνικά
Μετάφραση: schuldvordering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκδικώ, ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, ισχυρισμός, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- schuldenlast στα ελληνικά - παθητικό, δωσιδικία, ευθύνη, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, ...
- schuldig στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- schunnig στα ελληνικά - ελεεινός, αισχρός, χαμηλός, πενιχρός, χάλια, κακόμοιρος, άθλιος, ...
- schurk στα ελληνικά - μπερμπάντης, παλιάνθρωπος, μόρτης, φαύλος, κακοποιός, κακό, κακοποιό, ...
Τυχαίες λέξεις
Schuldvordering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκδικώ, ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, ισχυρισμός, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
Μεταφράσεις: διεκδικώ, ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, ισχυρισμός, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης