Διεκδίκηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
Διεκδίκηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διεκδίκηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα ολλανδικά - internationaal, internationale, de internationale, het internationale, van internationale
  • διεισδυτικός στα ολλανδικά - opdringerig, opdringerige, intrusieve, indringende, Intrusive
  • διεκδικώ στα ολλανδικά - verzekeren, aanspraak, schuldvordering, beweren, twistgesprek, claimen, kwestie, ...
  • διεκπεραίωση στα ολλανδικά - transactie, behandeling, omgang, hanteren, handling, afhandeling
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie