Ισχυρισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
claimen, aanspraak, schuldvordering, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός
οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισχυρισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ισχνός στα ολλανδικά - licht, onverzorgde, scraggly, verwaarloosde, warrige, onverzorgd
- ισχυρίζομαι στα ολλανδικά - schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
- ισχυρογνώμονας στα ολλανδικά - hardnekkig, verbeten, verstokt, koppig, halsstarrig, verhard, verstokte, ...
- ισχυρογνώμων στα ολλανδικά - halsstarrig, verstokt, verbeten, koppig, eigenzinnige, koppige, headstrong
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: claimen, aanspraak, schuldvordering, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
Μεταφράσεις: claimen, aanspraak, schuldvordering, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie