Smoken στα ελληνικά

Μετάφραση: smoken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνοί, καπνίζω
Smoken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • smoezelen στα ελληνικά - ψιθυρισμός, ψιθυρίζω
  • smoezen στα ελληνικά - ψιθυρισμός, ψιθυρίζω, ψίθυρος, ψίθυρο, ψιθυριστά, ψιθύρου, ψιθυρίζουν
  • smokkelaar στα ελληνικά - λαθρέμπορος, λαθρέμπορο, σας μετέφερε λαθραία, λαθρεμπόρου, λαθρέμπορου
  • smokkelwaar στα ελληνικά - λαθρεμπόριο, λαθρεμπορίου, λαθραίων, λαθρεμπορίας, λαθραία
Τυχαίες λέξεις
Smoken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω