Spul στα ελληνικά

Μετάφραση: spul, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, ουσία, υπόθεση, πράμα, νοιάζομαι, πράγμα, δεσμός, θέμα, υλικό, πράγματα, τα πράγματα, προσωπικό
Spul στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • spuiten στα ελληνικά - ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος
  • spuitje στα ελληνικά - ένεση, σύριγγα, σύριγγας, της σύριγγας, σύριγγος, τη σύριγγα
  • sputteren στα ελληνικά - μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, τσιρίζω, εκπτύω, σαλιάρισμα, απόπτυση, ...
  • spuug στα ελληνικά - πτύω, φτύνω, σάλιο, φτύνα, πτύσμα, εμπτυσμούς, φτύσιμο
Τυχαίες λέξεις
Spul στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, ουσία, υπόθεση, πράμα, νοιάζομαι, πράγμα, δεσμός, θέμα, υλικό, πράγματα, τα πράγματα, προσωπικό