Νοιάζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: νοιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ding, goedje, aangelegenheid, stof, substantie, zelfstandigheid, affaire, zaak, spul, materie, zorg, verzorging, zorgen, care, de zorg
Νοιάζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοιάζομαι

νοιάζομαι ιωσήφ, νοιάζομαι για την υγεία μου, νοιάζομαι συνωνυμα, νοιάζομαι λεξικό, νοιάζομαι μοιράζομαι, νοιάζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοιάζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοητός στα ολλανδικά - denkbaar, denkbare, ondenkbaar
  • νοθεύω στα ολλανδικά - verdraaien, misleiden, verfijnd, verfijnde, sophisticate
  • νοικάρης στα ολλανδικά - pachter, huurder, Roomer, Roomers, Roomers heeft
  • νοικιάζω στα ολλανδικά - afhuren, huren, aanwerven, aannemen, verhuren, charteren, huur, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοιάζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ding, goedje, aangelegenheid, stof, substantie, zelfstandigheid, affaire, zaak, spul, materie, zorg, verzorging, zorgen, care, de zorg