Staking στα ελληνικά
Μετάφραση: staking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stagneren στα ελληνικά - λιμνάζει, στάσιμη, στασιμότητα, παραμείνει στάσιμη, στασιμότητας
- staken στα ελληνικά - παύω, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
- stal στα ελληνικά - σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερό, σταθερά, σταθερές
- stalen στα ελληνικά - μετριάζω, σκληραίνω, οργή, διάθεση, χάλυβας, ατσάλι, χάλυβα, ...
Τυχαίες λέξεις
Staking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα