Station στα ελληνικά

Μετάφραση: station, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Station στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • statig στα ελληνικά - σοβαρός, μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, σεμνοπρεπής, αρχοντική, αρχοντικό, εντυπωσιακά, ...
  • statigheid στα ελληνικά - μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια, αρχοντιά
  • stationeren στα ελληνικά - τόπος, σταθμός, μέρος, τοποθετώ, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, ...
  • stationsgebouw στα ελληνικά - σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Τυχαίες λέξεις
Station στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του