Stemming στα ελληνικά
Μετάφραση: stemming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, κέφι, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stemmen στα ελληνικά - ψηφίζω, κουρδίζω, μελωδία, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ...
- stemmig στα ελληνικά - λιτός, εγκρατής, σοβαρός, σεμνοπρεπής, ξεμέθυστος, νηφάλιος, φειδωλός, ...
- stempel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
- stenen στα ελληνικά - τρίξιμο, μουγκρίζω, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Τυχαίες λέξεις
Stemming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, κέφι, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Μεταφράσεις: μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, κέφι, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση