Έγκλιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemoedsgesteldheid, stemming, sfeer, gemoedstoestand, moreel, humeur, mood
Έγκλιση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκλιση

οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έγκλιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έγκατα στα ολλανδικά - diepten, dieptes, diepte, een diepte, diepte van
  • έγκλημα στα ολλανδικά - criminaliteit, misdaad, misdrijf, misdrijven, van criminaliteit
  • έγκριση στα ολλανδικά - aanbeveling, fiat, bijval, goedkeuring, toejuiching, acclamatie, de goedkeuring, ...
  • έγκυος στα ολλανδικά - drachtig, zwanger, zwangere, zwangerschap, zwanger bent
Τυχαίες λέξεις
Έγκλιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemoedsgesteldheid, stemming, sfeer, gemoedstoestand, moreel, humeur, mood