Ψηφίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ψηφίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiezen, balloteren, stemmen, stemming, stem, beoordeeld, vote
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψηφίζω
ψηφίζω στερεά ελλάδα, ψηφίζω κρήτη, ψηφίζω στο εξωτερικό, ψηφίζω στερεά, ψηφίζω 2014, ψηφίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψηφίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψηλόλιγνος στα ολλανδικά - lang, rijzig, groot, slungelig, slungelige, lange slungel
- ψηλός στα ολλανδικά - verheven, edel, hoog, lang, groot, hoge, lange
- ψηφίο στα ολλανδικά - cijfer, nummer, cijferige, cijfers, cijferig, digit
- ψηφιακός στα ολλανδικά - digitaal, digitale, de digitale, van digitale, digital
Τυχαίες λέξεις
Ψηφίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kiezen, balloteren, stemmen, stemming, stem, beoordeeld, vote
Μεταφράσεις: kiezen, balloteren, stemmen, stemming, stem, beoordeeld, vote