Stichting στα ελληνικά
Μετάφραση: stichting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, βάθρο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις
- steward στα ελληνικά - ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα
- stichten στα ελληνικά - ανεγείρω, αναστηλώνω, επιβάλλω, καθελκύω, θεσπίζω, προξενώ, προκαλώ, ...
- sticker στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, αυτοκόλλητη ετικέτα, αυτοκόλλητης, αυτοκόλλητη, αυτοκόλλητου
- stiefmoeder στα ελληνικά - μητριά, θετή μητέρα, τη θετή μητέρα, τη μητριά, η θετή μητέρα
Τυχαίες λέξεις
Stichting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, βάθρο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις: ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, βάθρο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος