Θεμέλιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: θεμέλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stichting, fundering, fundament, grondslag, Foundation
Θεμέλιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεμέλιο

θεμέλιο βιβλιοπωλείο, θεμέλιο φροντιστήριο ηράκλειο, θεμέλιο software, θεμέλιο φροντιστήριο καβάλα, θεμέλιο εκδόσεις, θεμέλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεμέλιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεατρικός στα ολλανδικά - theater-, toneel-, theatrale, theatraal, theater
  • θελκτικός στα ολλανδικά - ophalen, het ophalen, halen, het ophalen van, ophalen van
  • θεματοφύλακας στα ολλανδικά - beheerder, bewaarder, certificaten, depositaris, certificaten van, de bewaarder
  • θεμελιώδης στα ολλανδικά - fundamenteel, fundamentele, de fundamentele, fundamenteel belang, basis
Τυχαίες λέξεις
Θεμέλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stichting, fundering, fundament, grondslag, Foundation