Stijfsel στα ελληνικά
Μετάφραση: stijfsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμυλο, κολλαρίζω, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stijf στα ελληνικά - αλύγιστος, άκαμπτος, ισχυρός, άτεγκτος, αυστηρός, αδιάλλακτος, δύσκαμπτος, ...
- stijfheid στα ελληνικά - ακαμψία, δυσκαμψία, ακαμψίας, δυσκαμψίας, σκληρότητα
- stijging στα ελληνικά - αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ανατέλλω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, ...
- stijl στα ελληνικά - ύφος, πάσσαλος, στύλος, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου
Τυχαίες λέξεις
Stijfsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμυλο, κολλαρίζω, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
Μεταφράσεις: άμυλο, κολλαρίζω, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο