Άμυλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: άμυλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetmeel, stijfsel, zetmeelgehalte, van zetmeel, een zetmeelgehalte
Άμυλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμυλο

άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ασπρόπυργος, άμυλο καλαμποκιού, άμυλο ταπιόκας, άμυλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άμυλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άμπωτη στα ολλανδικά - eb, ebbe, pitje, ebb, eb-
  • άμυαλος στα ολλανδικά - hersenloos, hersenloze, brainless, hersenlooze, onbezonnen
  • άμυνα στα ολλανδικά - defensie, verdediging, weer, afweer, verweer, de verdediging
  • άναρθρος στα ολλανδικά - sprakeloos, ongeleed, onverstaanbare, onuitgesproken, onduidelijke
Τυχαίες λέξεις
Άμυλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zetmeel, stijfsel, zetmeelgehalte, van zetmeel, een zetmeelgehalte