Κολλαρίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: κολλαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijfsel, zetmeel, kollarizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλαρίζω
κολλαρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολλαρίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κολικός στα ολλανδικά - koliek, kolieken, darmkrampjes, colic, krampjes
- κολλάρισμα στα ολλανδικά - dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden
- κολλητικός στα ολλανδικά - aanstekelijk, besmettelijk, verpestend, kleverig, plakkerig, besmettelijke, infectieuze, ...
- κολλητός στα ολλανδικά - besluiten, dichtdoen, naast, sluiten, dichtbij, maat, dichtmaken, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλαρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stijfsel, zetmeel, kollarizo
Μεταφράσεις: stijfsel, zetmeel, kollarizo