Stokje στα ελληνικά

Μετάφραση: stokje, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, αλλαγή, βέργα, διακόπτης, κοντάρι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Stokje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoffelijk στα ελληνικά - δεκανέας, σωματικά, ύλη, πράμα, υλικό, υλικού, υλικών, ...
  • stok στα ελληνικά - χώνω, σκυτάλη, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
  • stom στα ελληνικά - γαλήνιος, κουτός, άναυδος, εμβρόντητος, ήρεμος, άφωνος, ακίνητος, ...
  • stomkop στα ελληνικά - εξαντλώ, χυμός, κοροϊδεύω, ζουμί, χαζός, βλάκας, tomnoddy
Τυχαίες λέξεις
Stokje στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, αλλαγή, βέργα, διακόπτης, κοντάρι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί