Stroming στα ελληνικά

Μετάφραση: stroming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυλώ, ροπή, ρέω, τάση, μόδα, ριχτός, ροή, ρεύμα, τωρινός, ρυάκι, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Stroming στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stromen στα ελληνικά - ρέω, ροή, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
  • stromend στα ελληνικά - άπταιστος, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
  • strooibiljet στα ελληνικά - έντυπος αγγελία, διαφημιστικό φυλλάδιο, έντυπης αγγελίας
  • strooien στα ελληνικά - διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασκορπίζω, σκορπίζω, άχυρο, αχύρου, άχυρου, ...
Τυχαίες λέξεις
Stroming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυλώ, ροπή, ρέω, τάση, μόδα, ριχτός, ροή, ρεύμα, τωρινός, ρυάκι, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας