Ροή στα ολλανδικά

Μετάφραση: ροή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stroom, stroming, vlieten, vloeien, stromen, lopen, loop, stroomt
Ροή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ροή

ροή εκλογικών αποτελεσμάτων, ροή συνώνυμο, ροή φορτίου, ροή ειδήσεων, ροή αποτελεσμάτων εκλογών 2014, ροή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ροή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ριψοκίνδυνος στα ολλανδικά - link, bedenkelijk, gevaarlijk, hachelijk, gewaagd, riskant, roekeloos, ...
  • ριψοκινδυνεύω στα ολλανδικά - riskeren, perikel, waagstuk, onraad, gewaagdheid, gevaren, gevaar, ...
  • ροδέλα στα ολλανδικά - wasmachine, ring, sluitring, Vaatwasser, washer
  • ροδαλός στα ολλανδικά - blozend, rood, bloemrijk, bloemrijke, florid, floride
Τυχαίες λέξεις
Ροή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stroom, stroming, vlieten, vloeien, stromen, lopen, loop, stroomt