Uiterlijk στα ελληνικά

Μετάφραση: uiterlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, φυσική εμφάνιση, φυσική όψη, φυσικής εμφάνισης, φυσιολογική εμφάνιση, τη φυσική εμφάνιση
Uiterlijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanstonds στα ελληνικά - αμέσως, τώρα, εντός ολίγου, Anon, ανώνυμο, Ανών, Ανόν
  • lakei στα ελληνικά - υπηρέτης, λακές, υπηρέτη, υπηρέτες, υπηρέτες του
  • publiek στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος, κοινός, ακροατήριο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, ...
  • standvastig στα ελληνικά - αδιάκοπος, απτόητος, στερεός, συμπαγής, ακλόνητος, εταιρία, συνεχής, ...
Τυχαίες λέξεις
Uiterlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, φυσική εμφάνιση, φυσική όψη, φυσικής εμφάνισης, φυσιολογική εμφάνιση, τη φυσική εμφάνιση