Uitgestrektheid στα ελληνικά
Μετάφραση: uitgestrektheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interpunctie στα ελληνικά - στίξη, στίξης, σημεία στίξης, στίξεως, σημείων στίξης
- klok στα ελληνικά - ρολόι, κουδούνι, ρολογιού, το ρολόι, του ρολογιού, εικοσιτετράωρο
- mot στα ελληνικά - σκώρος, σκόρος, σκώρο, σκόρου, σκώρου, σκώρων
- plusminus στα ελληνικά - μερικοί, λίγοι, για, περί, γύρω, πρόχειρα, περίπου, ...
Τυχαίες λέξεις
Uitgestrektheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα
Μεταφράσεις: φάρδος, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα