Uitvinding στα ελληνικά

Μετάφραση: uitvinding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύλληψη, εφεύρεση, σχεδιασμός, καινοτομία, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Uitvinding στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geleerd στα ελληνικά - μάθει, έμαθαν, έμαθε, έμαθα, αντλήθηκαν
  • honger στα ελληνικά - πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
  • kaalhoofdig στα ελληνικά - καραφλός, φαλακρός, φαλακρό, Bald, φαλακρά, φαλακροί
  • mompelen στα ελληνικά - μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Τυχαίες λέξεις
Uitvinding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύλληψη, εφεύρεση, σχεδιασμός, καινοτομία, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης