Εφεύρεση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedenksel, uitvinding, vernieuwing, verzinsel, vinding, uitvinding heeft
Εφεύρεση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφεύρεση

εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εφεύρεση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικός στα ολλανδικά - vindingrijk, inventieve, inventief, uitvinderswerkzaamheid, de uitvinding
  • εφευρετικότητα στα ολλανδικά - vindingrijkheid, inventiviteit, uitvindingshoogte, de inventiviteit
  • εφηβεία στα ολλανδικά - puberteit, de puberteit, pubertijd, de pubertijd, puberty
  • εφηβικός στα ολλανδικά - puber, tiener, jeugdig, huwbaar, huwbare, nubile, opgebloeiden, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedenksel, uitvinding, vernieuwing, verzinsel, vinding, uitvinding heeft