Καινοτομία στα ολλανδικά
Μετάφραση: καινοτομία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvinding, vernieuwing, innovatie, van innovatie, de innovatie, innovaties
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτομία
καινοτομία ορισμός, καινοτομία θεσσαλονίκη, καινοτομία συνώνυμα, καινοτομία στην εκπαίδευση ορισμός, καινοτομία στην εκπαίδευση, καινοτομία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καινοτομία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθόλου στα ολλανδικά - helemaal niet, helemaal, geheel niet, het geheel niet, in het geheel niet
- και στα ολλανδικά - eveneens, bovendien, buitendien, verder, ook, daarenboven, en, ...
- καινοτομώ στα ολλανδικά - pionier, genist, voortrekker, baanbrekend, baanbreker, innoveren, te innoveren, ...
- καινοτόμος στα ολλανδικά - innoveren, innoverende, innoveert, vernieuwende, innoverend
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitvinding, vernieuwing, innovatie, van innovatie, de innovatie, innovaties
Μεταφράσεις: uitvinding, vernieuwing, innovatie, van innovatie, de innovatie, innovaties