Vak στα ελληνικά
Μετάφραση: vak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλατεία, ρυτίδα, επενδύω, σπεσιαλιτέ, τετράγωνο, εμπόριο, δουλειές, επιχείρηση, μέρος, ρώμη, δουλειά, κατοχή, γραμμή, κοινότητα, υπόθεση, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geologie στα ελληνικά - γεωλογία, Γεωλογίας, τη γεωλογία, Γεωλογικών, η γεωλογία
- kunstgreep στα ελληνικά - κόλπο, ξεγελώ, τρικ, τέχνασμα, απάτη, τεχνάσματα, τεχνητά, ...
- stukmaken στα ελληνικά - ζημιά, βλάπτω, παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, χαλώ, βλάβη, σκασμό, ...
- substantief στα ελληνικά - ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Τυχαίες λέξεις
Vak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλατεία, ρυτίδα, επενδύω, σπεσιαλιτέ, τετράγωνο, εμπόριο, δουλειές, επιχείρηση, μέρος, ρώμη, δουλειά, κατοχή, γραμμή, κοινότητα, υπόθεση, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: πλατεία, ρυτίδα, επενδύω, σπεσιαλιτέ, τετράγωνο, εμπόριο, δουλειές, επιχείρηση, μέρος, ρώμη, δουλειά, κατοχή, γραμμή, κοινότητα, υπόθεση, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο