Κοινότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοινότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroep, bedrijf, broodwinning, gemeente, vak, gemeenschap, Community, communautair, de communautaire, de gemeenschap
Κοινότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινότητα

κοινότητα συνώνυμα, κοινότητα σαμαρίνας, κοινότητα των άμις, κοινότητα αφγανών, κοινότητα λογιστών, κοινότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοινόβιο στα ολλανδικά - priorij, Priory, klooster, priorij van, de priorij
  • κοινός στα ολλανδικά - vulgair, ordinair, openlijk, gelid, knoop, gewoon, gemeenschappelijk, ...
  • κοινότυπος στα ολλανδικά - afgezaagd, gewoontjes, nietszeggend, plat, alledaags, banaal, banale, ...
  • κοινώς στα ολλανδικά - gewoonlijk, algemeen, gezamenlijk, vaak, meestal
Τυχαίες λέξεις
Κοινότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beroep, bedrijf, broodwinning, gemeente, vak, gemeenschap, Community, communautair, de communautaire, de gemeenschap