Veranderlijk στα ελληνικά
Μετάφραση: veranderlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβλητός, ευμετάβλητος, μεταβλητό, μεταβλητά, ευμετάβλητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dessin στα ελληνικά - ζωγραφιά, Dessin
- gapen στα ελληνικά - χασμουριέμαι, χασμουρητό, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος
- jazz στα ελληνικά - τζαζ, της τζαζ, την τζαζ
- plafon στα ελληνικά - ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Τυχαίες λέξεις
Veranderlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβλητός, ευμετάβλητος, μεταβλητό, μεταβλητά, ευμετάβλητο
Μεταφράσεις: μεταβλητός, ευμετάβλητος, μεταβλητό, μεταβλητά, ευμετάβλητο