Verdienen στα ελληνικά
Μετάφραση: verdienen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδίζω, αξία, απολαβή, αξίζω, νικώ, να, για να, σε, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijwoordelijk στα ελληνικά - επιρρηματικός, επιρρηματικές, επιρρηματικό, επιρρηματικών, επιρρηματικοί
- fragment στα ελληνικά - κομματάκι, θραύσμα, τεμάχιο, θραύσματος, κλάσμα, κομμάτι
- pluimvee στα ελληνικά - πτηνό, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, πουλερικών που
- sterftecijfer στα ελληνικά - θνησιμότητα, θνησιμότητας, θνησιμότητας λόγω, της θνησιμότητας, τη θνησιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Verdienen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδίζω, αξία, απολαβή, αξίζω, νικώ, να, για να, σε, για, με
Μεταφράσεις: κερδίζω, αξία, απολαβή, αξίζω, νικώ, να, για να, σε, για, με