Αξίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toekomen, verdienen, verdient, verdien, verdiend, waard
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξίζω
αξίζω πολλά, αξίζω επε, αξίζω χατζηγιάννης, αξίζω συνώνυμα, αξίζω χατζηγιάννης στίχοι, αξίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξέχαστος στα ολλανδικά - heuglijk, gedenkwaardig, onvergetelijk, onvergetelijke, plezierig, een onvergetelijke
- αξία στα ολλανδικά - verdienste, verdienen, toekomen, gehalte, waarderen, achten, taxeren, ...
- αξίωμα στα ολλανδικά - grondstelling, axioma, kantoor, bureau, ambt, office, zetel
- αξίωση στα ολλανδικά - vordering, aanspraak, eis, conclusie, volgens conclusie
Τυχαίες λέξεις
Αξίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toekomen, verdienen, verdient, verdien, verdiend, waard
Μεταφράσεις: toekomen, verdienen, verdient, verdien, verdiend, waard