Verdikken στα ελληνικά

Μετάφραση: verdikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πήζω, δένω, πυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Verdikken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ferm στα ελληνικά - ανθεκτικός, εδραίος, γερός, εταιρία, ρωμαλέος, γενναίος, σκληροτράχηλος, ...
  • oosten στα ελληνικά - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
  • roomkleurig στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
  • substantief στα ελληνικά - ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Τυχαίες λέξεις
Verdikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πήζω, δένω, πυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει