Πήζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: πήζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdikken, aandikken, stremmen, schiften, stollen, schift, te stremmen
Πήζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πήζω

πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πήζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πέφτω στα ολλανδικά - uitvallen, val, najaar, schemering, passeren, neervallen, doorbrengen, ...
  • πέψη στα ολλανδικά - spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
  • πίεση στα ολλανδικά - druk, pressie, drang, persen, knel, de druk, onder druk, ...
  • πίθηκος στα ολλανδικά - aap, monkey, apen, de Aap van, aap van
Τυχαίες λέξεις
Πήζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdikken, aandikken, stremmen, schiften, stollen, schift, te stremmen