Vereffenen στα ελληνικά

Μετάφραση: vereffenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Vereffenen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eendrachtig στα ελληνικά - ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
  • krauwen στα ελληνικά - ξύνω, γρατσουνίζω, γρατσουνιά, αμυχή, δαγκάνα, νύχι, νυχιών, ...
  • makker στα ελληνικά - αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, ...
  • praal στα ελληνικά - πομπή, φαντασμαγορία, η φαντασμαγορία, pageantry, φαντασμαγορίας
Τυχαίες λέξεις
Vereffenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση