Verenigen στα ελληνικά
Μετάφραση: verenigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνενώνω, ενώνω, συνδέω, ενοποιώ, κατατάσσομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- compilatie στα ελληνικά - συλλογή, σύνταξη, κατάρτιση, κατάρτισης, συγκέντρωση
- gezin στα ελληνικά - σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, ...
- juffertje στα ελληνικά - dragonfly
- koffiehuis στα ελληνικά - καφενείο, καφενείου, καφενείων, το καφενείο
Τυχαίες λέξεις
Verenigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνενώνω, ενώνω, συνδέω, ενοποιώ, κατατάσσομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Μεταφράσεις: συνενώνω, ενώνω, συνδέω, ενοποιώ, κατατάσσομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν