Vergeven στα ελληνικά

Μετάφραση: vergeven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάρη, συγχώρηση, δικαιολογία, αφορμή, συγχωρώ, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
Vergeven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bloedverwant στα ελληνικά - συγγενής, συγγενή
  • duivel στα ελληνικά - διάβολος, δαίμονας, τελώνιο, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
  • gelach στα ελληνικά - γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
  • pelgrimage στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
Τυχαίες λέξεις
Vergeven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάρη, συγχώρηση, δικαιολογία, αφορμή, συγχωρώ, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει