Vermindering στα ελληνικά

Μετάφραση: vermindering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, ελάττωση, αναστολή, εναιώρημα, διάλλειμα, ανάρτηση, ανακοπή, ανάπαυλα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Vermindering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • broodwinning στα ελληνικά - κοινότητα, επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
  • doorgaans στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
  • kleurenblind στα ελληνικά - αχρωματοψία, πάσχουν από αχρωματοψία, από αχρωματοψία, που πάσχουν από αχρωματοψία, με αχρωματοψία
  • saletjonker στα ελληνικά - μάγκα, φίλε, δικέ μου, το μάγκα
Τυχαίες λέξεις
Vermindering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, ελάττωση, αναστολή, εναιώρημα, διάλλειμα, ανάρτηση, ανακοπή, ανάπαυλα, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν