Vervaardigen στα ελληνικά
Μετάφραση: vervaardigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benoeming στα ελληνικά - χρίσμα, διορισμός, ορισμός, υποψηφιότητα, συνάντηση, ραντεβού, διορισμό, ...
- inspanning στα ελληνικά - δοκιμάζω, διηθώ, ζόρι, εκδικάζω, προσπάθεια, στραμπουλίζω, απόπειρα, ...
- ontstellen στα ελληνικά - ανησυχία, τρόμος, κατατρομάζω, appall
- projectietoestel στα ελληνικά - προβολέας, προβολέα, προβολής, βιντεοπροβολέα, συσκευή προβολής
Τυχαίες λέξεις
Vervaardigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή