Verzekering στα ελληνικά
Μετάφραση: verzekering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαίωση, κάλυψη, ασφάλιση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestelling στα ελληνικά - παραγγέλλω, εντολή, προσταγή, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, ...
- communisme στα ελληνικά - κομμουνισμός, Κομμουνισμού, τον κομμουνισμό, Κομμουνισμό, Ο κομμουνισμός
- gevest στα ελληνικά - χερούλι, λαβή ξίφους, λαβή, λαιμό, hilt, λαβής
- ligging στα ελληνικά - τόπος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέση, κατάσταση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, ...
Τυχαίες λέξεις
Verzekering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαίωση, κάλυψη, ασφάλιση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Μεταφράσεις: διαβεβαίωση, κάλυψη, ασφάλιση, ασφάλεια, εγγύηση, σιγουριά, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών