Ασφάλεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασφάλεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
borgstelling, verzekering, pand, veiligheid, kapotje, assurantie, condoom, onderpand, zekerheid, beveiliging, de veiligheid, security
Ασφάλεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφάλεια

ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, ασφάλεια στο διαδίκτυο για παιδιά, ασφάλεια στο διαδίκτυο, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασφάλεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασυντρόφευτος στα ολλανδικά - verlaten, louter, enkel, bloot, kluizenaar, enig, eenzaam, ...
  • ασυνόδευτος στα ολλανδικά - zonder begeleiding, onvergezeld, begeleide
  • ασφάλιση στα ολλανδικά - assurantie, verzekering, verzekeringen, verzekerings-, verzekeringsmaatschappijen, verzekeringsmaatschappij
  • ασφαλής στα ολλανδικά - waarborgen, kapotje, vaststellen, veilig, safe, vast, beveiligen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασφάλεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: borgstelling, verzekering, pand, veiligheid, kapotje, assurantie, condoom, onderpand, zekerheid, beveiliging, de veiligheid, security