Vluchteling στα ελληνικά
Μετάφραση: vluchteling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφυγας, φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Μεταφράσεις
- donderen στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, βροντώ, βροντές, βροντή, Thunder, κεραυνό, βροντής
- frivoliteit στα ελληνικά - επιπολαιότητα, ανοησία, ανοησίας, βλακεία, της ανοησίας, την ανοησία
- ridder στα ελληνικά - ιππότης, ιππότη, ιπποτών, ιππέα, knight
- rijzen στα ελληνικά - ανεβαίνω, αναρριχώμαι, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Τυχαίες λέξεις
Vluchteling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων