Πρόσφυγας στα ολλανδικά
Μετάφραση: πρόσφυγας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφυγας
πρόσφυγας εκ μητρογονίας, πρόσφυγας στίχοι, πρόσφυγασ ή μετανάστησ, πρόσφυγασ ετυμολογία, πρόσφυγας wikipedia, πρόσφυγας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόσφυγας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατος στα ολλανδικά - fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, ...
- πρόσφορος στα ολλανδικά - bruikbaar, aanpassing, behoorlijk, betamelijk, modificatie, fatsoenlijk, adaptatie, ...
- πρόσφυμα στα ολλανδικά - affix, aanhechtsel, achtervoegsel, suffix, toevoeging, extensie
- πρόσφυση στα ολλανδικά - adhesie, hechting, de hechting, aanhechting, kleefkracht
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφυγας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp
Μεταφράσεις: uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp