Voegzaam στα ελληνικά

Μετάφραση: voegzaam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζων, πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, εύσχημος, εύστοχα, λυσιτελώς
Voegzaam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afdammen στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμποδίζω, μπαρ, φράζω, κάγκελο, φράγμα, ...
  • bieslook στα ελληνικά - είδος κρεμμυδιού, κρεμμύδι, σχοινόπρασο, φρέσκο κρεμμύδι, σχοινόπρασου
  • delven στα ελληνικά - σκάβω, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου, νάρκη
  • onverwacht στα ελληνικά - κοφτός, απροσδόκητα, απρόσμενα, αναπάντεχα, απροσδοκήτως, ξαφνικά
Τυχαίες λέξεις
Voegzaam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζων, πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, εύσχημος, εύστοχα, λυσιτελώς