Αρμόζων στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρμόζων, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, montage, passende, passen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόζων
αρμόζων λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρμόζων στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρμόδιος στα ολλανδικά - aansprakelijk, toerekenbaar, verantwoordelijk, competent, bevoegd, bekwaam, bevoegde, ...
- αρμόζω στα ολλανδικά - schikken, gerechtszaak, deugen, set, raken, gewaad, stel, ...
- αρνί στα ολλανδικά - lam, lamsvlees, lammeren, lamb, lams
- αρνησικυρία στα ολλανδικά - veto, vetorecht, veto van, het veto, vetorechten
Τυχαίες λέξεις
Αρμόζων στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, montage, passende, passen
Μεταφράσεις: behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, montage, passende, passen