Voeren στα ελληνικά
Μετάφραση: voeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεναγώ, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγώ, μεταφέρω, λουρί, αγορά, φορώ, μόλυβδος, σκηνοθετώ, ηγούμαι, φέρσιμο, διαγωγή, κουβαλώ, μοιράζω, συνεπαίρνω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bevriend στα ελληνικά - φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
- cru στα ελληνικά - πρόχειρος, σκληρός, τραχύς, αγροίκος, ακατέργαστος, ωμός, αγενής, ...
- frustreren στα ελληνικά - απογοητεύω, ανατρέπω, ματαιώσει, ματαιώσουν, ματαίωση, εμποδίσει, οδηγήσουν σε ματαίωση
- optrekken στα ελληνικά - επιταχύνω, επισπεύδω, τραβήξτε, σηκώσει, τραβήξετε μέχρι, τραβήξει μέχρι, τραβήξτε προς τα πάνω
Τυχαίες λέξεις
Voeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεναγώ, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγώ, μεταφέρω, λουρί, αγορά, φορώ, μόλυβδος, σκηνοθετώ, ηγούμαι, φέρσιμο, διαγωγή, κουβαλώ, μοιράζω, συνεπαίρνω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις: ξεναγώ, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγώ, μεταφέρω, λουρί, αγορά, φορώ, μόλυβδος, σκηνοθετώ, ηγούμαι, φέρσιμο, διαγωγή, κουβαλώ, μοιράζω, συνεπαίρνω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν