Vorm στα ελληνικά
Μετάφραση: vorm, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μορφώνω, δελτίο, διαμορφώνω, επιτελείο, σχηματίζω, σχήμα, μορφή, βολή, ρίξιμο, σχήματος, το σχήμα, μορφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besluiteloos στα ελληνικά - διστακτικός, αναποφάσιστος, αναποφάσιστοι, αναποφάσιστο, αναποφάσιστη, αναποφάσιστους
- bijenkorf στα ελληνικά - κυψέλη, κυψέλης, μελίσσι, μελισσιού, κυψέλες
- gezwel στα ελληνικά - όγκος, πρήξιμο, φλεγμονή, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
- hek στα ελληνικά - σχάρα, ενοχλητικός, φράγμα, φράχτης, πλέγμα, μπάρα, εμπόδιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Vorm στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μορφώνω, δελτίο, διαμορφώνω, επιτελείο, σχηματίζω, σχήμα, μορφή, βολή, ρίξιμο, σχήματος, το σχήμα, μορφής
Μεταφράσεις: μορφώνω, δελτίο, διαμορφώνω, επιτελείο, σχηματίζω, σχήμα, μορφή, βολή, ρίξιμο, σχήματος, το σχήμα, μορφής