Vrij στα ελληνικά

Μετάφραση: vrij, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλά, επαρκώς, άδειος, τσάμπα, κενός, αυτεξούσιος, πολλοί, δωρεάν, νισάφι, άφθονος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Vrij στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrikoos στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
  • controleur στα ελληνικά - ελεγκτής, πούλι, Checker, ελεγκτή, τετραγώνου σκακιέρας
  • eendrachtig στα ελληνικά - ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
  • keizerrijk στα ελληνικά - αυτοκρατορία, αυτοκρατορίας, Empire, την αυτοκρατορία
Τυχαίες λέξεις
Vrij στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλά, επαρκώς, άδειος, τσάμπα, κενός, αυτεξούσιος, πολλοί, δωρεάν, νισάφι, άφθονος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης