Vrijwillig στα ελληνικά
Μετάφραση: vrijwillig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόθυμος, εκούσια, εθελοντικά, εκουσίως, εθελοντικός, οικειοθελώς, εθελοντική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestendiging στα ελληνικά - συνέχεια, συνέχιση, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
- hazewind στα ελληνικά - λαγωνικό, κυνοδρομίες, κυνοδρομιών, λαγωνικών, κυνοδρομία
- ingetogen στα ελληνικά - απέριττος, μετριόφρων, αγνός, σεμνός, υποτονικές, υποτονική, υποτονικός, ...
- pas στα ελληνικά - δρασκελίζω, βήμα, απλά, αλλά, διάβημα, μόνο, δίκαιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Vrijwillig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόθυμος, εκούσια, εθελοντικά, εκουσίως, εθελοντικός, οικειοθελώς, εθελοντική
Μεταφράσεις: πρόθυμος, εκούσια, εθελοντικά, εκουσίως, εθελοντικός, οικειοθελώς, εθελοντική